Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διάρρηξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διάρρηξ|η <-εις> [ðiˈariksi] SUBST θηλ

1. διάρρηξη (σπάσιμο):

διάρρηξη
Aufbruch αρσ

3. διάρρηξη μτφ (σχέσεων):

διάρρηξη
Bruch αρσ

4. διάρρηξη ΙΑΤΡ:

διάρρηξη
Ruptur θηλ

5. διάρρηξη (για συμβόλαιο):

Vertragsbruch αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με διάρρηξη

διάρρηξη σε τράπεζα
έκαναν τη διάρρηξη όταν εμείς
διάρρηξη θηλ των όρων του συμβολαίου
κάνω διάρρηξη σε ένα σπίτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский