Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαρρήκτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαρρήκτης [ðiaˈriktis], διαρρήχτης [ðiaˈrixtis], διαρρήκτρια [ðiaˈriktria], διαρρήχτρια [ðiaˈrixtria] SUBST αρσ/θηλ

διαρρήκτης
Einbrecher(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский