Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δεκτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δεκτικ|ός <-ή, -ό> [ðɛktiˈkɔs] ΕΠΊΘ (ικανός να δεχτεί)

Παραδειγματικές φράσεις με δεκτικός

δεκτικός ενεχυρίασης
δεκτικός βελτιώσεως

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский