Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δέκτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δέκτης (δέκτρια) [ˈðɛktis, ˈðɛktria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. δέκτης (άνθρωπος):

δέκτης (δέκτρια)
Empfänger(in) αρσ (θηλ)

2. δέκτης (συσκευή):

δέκτης (δέκτρια)
Empfänger αρσ
δέκτης ασυρμάτου
πανοραμικός δέκτης
δέκτης ραντάρ

Παραδειγματικές φράσεις με δέκτης

δέκτης ραντάρ
δέκτης ασυρμάτου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский