Ελληνικά » Γερμανικά

I . βραδιά|ζω <-σα, -στηκα, -ασμένος> [vraˈðjazɔ] VERB απρόσ ρήμα

II . βραδιάζομαι VERB αυτοπ ρήμα (με βρίσκει το βράδυ)

βραδυκίνητ|ος <-η, -ο> [vraðiˈcinitɔs] ΕΠΊΘ

βραδύνοια [vraˈðinia] SUBST θηλ

βραδύτητα [vraˈðitita] SUBST θηλ

βραδιάτικ|ος <-η, -ο> [vraˈðjatikɔs] ΕΠΊΘ

βραδυκινίνη [vraðiciˈnini] SUBST θηλ

βραδιάτικα [vraˈðjatika] ΕΠΊΡΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский