Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καταλαμβάνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κατ|αλαμβάνω <-έλαβα, -αλήφθηκα, -ειλημμένος> [katalaɱˈvanɔ] VERB μεταβ (πόλη, χώρο)

καταλαμβάνω

Παραδειγματικές φράσεις με καταλαμβάνω

καταλαμβάνω κάποιον εξαπίνης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский