Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατακυρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατακυρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [kataciˈrɔnɔ] VERB μεταβ

κατακυρώνω κάτι σε κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский