Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βουρκώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . βουρκώ|νω <-σα, -ωμένος> [vurˈkɔnɔ] VERB μεταβ (κάνω θολό: νερό)

βουρκώνω

II . βουρκώ|νω <-σα, -ωμένος> [vurˈkɔnɔ] VERB αμετάβ

1. βουρκώνω (νερό: θολώνομαι):

βουρκώνω

2. βουρκώνω (ουρανός):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский