Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βοτανίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . βοτανί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [vɔtaˈnizɔ] VERB μεταβ (ζιζάνια)

βοτανίζω

II . βοτανί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [vɔtaˈnizɔ] VERB αμετάβ (μαζεύω βότανα)

βοτανίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский