Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βοτάνι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βοτάνι [vɔˈtani] SUBST ουδ

1. βοτάνι (φυτό):

βοτάνι
Kraut ουδ

2. βοτάνι (φαρμακευτικό):

βοτάνι
Kraut ουδ
βοτάνι
Heilkraut ουδ
βοτάνι
Heilpflanze θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский