Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βιαιοπραγώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βιαιοπραγ|ώ <-είς, -ησα> [viɛɔpraˈɣɔ] VERB αμετάβ

βιαιοπραγώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский