Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βίαιος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βίαι|ος <-η, -ο> [ˈviɛɔs] ΕΠΊΘ

1. βίαιος (μεταχειριζόμενος βία):

βίαιος

2. βίαιος (σφοδρός: άνεμος κτλ):

βίαιος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский