Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βία [ˈvia] SUBST θηλ

1. βία (καταναγκασμός):

βία
Gewalt θηλ
ασκώ βία
με τη βία
höhere Gewalt θηλ
Jugendgewalt θηλ
Gewalt θηλ in der Schule
σκηνές θηλ πλ βίας
Gewaltszenen θηλ πλ

2. βία (βιασύνη):

βία
Eile θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με βία

ασκώ βία
με τη βία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский