Ελληνικά » Γερμανικά

βασιλεία [vasiˈlia] SUBST θηλ

1. βασιλεία (πολίτευμα):

2. βασιλεία (βασίλειο):

Königreich ουδ
Himmelreich ουδ

βασιλι|άς <-άδες> [vasiˈʎas] SUBST αρσ, βασίλισσα [vaˈsilisa] SUBST θηλ

1. βασιλιάς (άρχοντας):

König(in) αρσ (θηλ)

2. βασιλιάς (στο σκάκι):

König αρσ
Dame θηλ
Damenflanke θηλ
Königsflanke θηλ

βασιλική [vasiliˈci] SUBST θηλ ΑΡΧΙΤ

βασιλ|εύω <-εψα> [vasiˈlɛvɔ] VERB αμετάβ

1. βασιλεύω και μτφ (επικρατώ):

2. βασιλεύω (ήλιος):

βασικότητα [vasiˈkɔtita] SUBST θηλ ΧΗΜ

βασιλόπιτα [vasiˈlɔpita] SUBST θηλ

βασιμότητα [vasiˈmɔtita] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский