Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βασιλεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βασιλ|εύω <-εψα> [vasiˈlɛvɔ] VERB αμετάβ

1. βασιλεύω και μτφ (επικρατώ):

βασιλεύω

2. βασιλεύω (ήλιος):

βασιλεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский