Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βάσκαμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βάσκαμα [ˈvaskama] SUBST ουδ, βασκανία [vaskaˈnia] SUBST θηλ

βάσκαμα
böser Blick αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский