Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βαριοκαρδίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . βαριοκαρδί|ζω <-σα, -σμένος> [vari̯ɔkarˈðizɔ] VERB μεταβ (στενοχωρώ)

βαριοκαρδίζω

II . βαριοκαρδί|ζω <-σα, -σμένος> [vari̯ɔkarˈðizɔ] VERB αμετάβ (στενοχωριέμαι)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский