Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βαβά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βαβά [vaˈva] SUBST θηλ

1. βαβά:

βαβά
Großmutter θηλ

2. βαβά (ειδικά στη γλώσσα των παιδιών):

βαβά
Oma θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский