Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άψυχος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άψυχ|ος <-η, -ο> [ˈapsixɔs] ΕΠΊΘ

1. άψυχος (χωρίς ζωή):

άψυχος

2. άψυχος (άτολμος):

άψυχος

3. άψυχος (βαρετός):

άψυχος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский