Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άωρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άωρ|ος <-η, -ο> [ˈaɔrɔs] ΕΠΊΘ

1. άωρος (πριν από την ώρα του):

άωρος

2. άωρος μτφ (άκαιρος, ενέργεια):

άωρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский