Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: υφιστάμενη , αφιέρωση , αφιερώνω και αφιέρωμα

αφιέρωμα [afiˈɛrɔma] SUBST ουδ

1. αφιέρωμα (δώρο):

Gabe θηλ

2. αφιέρωμα (δωρεά):

Spende θηλ

3. αφιέρωμα (γραπτό έργο στη μνήμη κάποιου):

Festschrift θηλ

I . αφιερώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [afiɛˈrɔnɔ] VERB μεταβ (ένα βιβλίο, τη ζωή μου)

II . αφιερώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

αφιέρωσ|η <-εις> [afiˈɛrɔsi] SUBST θηλ

υφιστάμενος [ifisˈtamɛnɔs] SUBST αρσ, υφιστάμενη [ifisˈtamɛni], υφισταμένη [ifistaˈmɛni] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский