Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αφαίμαξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αφαίμαξ|η <-εις> [aˈfɛmaksi] SUBST θηλ και μτφ (από πόλεμο)

αφαίμαξη
Aderlass αρσ
κάνω αφαίμαξη σε κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με αφαίμαξη

κάνω αφαίμαξη σε κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский