Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυτοψία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυτοψία [aftɔˈpsia] SUBST θηλ

1. αυτοψία (επί τόπου εξέταση):

αυτοψία
ενεργώ αυτοψία

2. αυτοψία ΝΟΜ:

δικαστική αυτοψία
απόδειξη θηλ με αυτοψία

3. αυτοψία (νεκρού: για ιατρικούς λόγους):

αυτοψία
Autopsie θηλ

4. αυτοψία (νεκρού: για δικαστικούς λόγους):

αυτοψία
Obduktion θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με αυτοψία

ενεργώ αυτοψία
δικαστική αυτοψία
απόδειξη θηλ με αυτοψία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский