Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αφάγωτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αφάγωτ|ος <-η, -ο> [aˈfaɣɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. αφάγωτος (που δε φαγώθηκε):

αφάγωτος

2. αφάγωτος (που δεν έφαγε ακόμα):

είναι αφάγωτος

Παραδειγματικές φράσεις με αφάγωτος

είναι αφάγωτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский