Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυτοάμυνα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυτοάμυνα [aftɔˈamina] SUBST θηλ

1. αυτοάμυνα (άμυνα του εαυτού):

αυτοάμυνα

2. αυτοάμυνα (μπροστά σε απειλή, σε στιγμή ανάγκης):

αυτοάμυνα
Notwehr θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский