Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυτοαπασχόληση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυτοαπασχόλησ|η <-εις> [aftɔapaˈsxɔlisi] SUBST θηλ

αυτοαπασχόληση
εικονική αυτοαπασχόληση

Παραδειγματικές φράσεις με αυτοαπασχόληση

εικονική αυτοαπασχόληση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский