Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυτιστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυτιστικ|ός <-ή, -ό> [aftistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

αυτιστικός
είναι αυτιστικός

Παραδειγματικές φράσεις με αυτιστικός

είναι αυτιστικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский