Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυξητικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυξητικ|ός <-ή, -ό> [afksitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. αυξητικός (γενικά: τάση κτλ):

αυξητικός

2. αυξητικός Η/Υ:

αυξητικός
inkremental, Inkremental-
αυξητικός υπολογιστής

Παραδειγματικές φράσεις με αυξητικός

αυξητικός υπολογιστής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский