Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυνανίζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυνανί|ζομαι <-στηκα> [avnaˈnizɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

αυνανίζομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский