Ελληνικά » Γερμανικά

άυλ|ος <-η, -ο> [ˈailɔs] ΕΠΊΘ

άυλος

αυλός [aˈvlɔs] SUBST αρσ

1. αυλός ΜΟΥΣ:

Flöte θηλ

2. αυλός (σωλήνας):

Rohr ουδ
Vulkanschlot αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με άυλος

άυλος τίτλος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский