Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασυντήρητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασυντήρητ|ος <-η, -ο> [asinˈdiritɔs] ΕΠΊΘ

1. ασυντήρητος (τροφή: που δε συντηρείται):

ασυντήρητος

2. ασυντήρητος (κήπος, αυτοκίνητο):

ασυντήρητος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский