Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασυντόνιστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασυντόνιστ|ος <-η, -ο> [asinˈdɔnistɔs] ΕΠΊΘ

1. ασυντόνιστος (ενέργειες):

ασυντόνιστος

2. ασυντόνιστος (κεραία):

ασυντόνιστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский