Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αστραπιαίος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αστραπιαί|ος <-α, -ο> [astrapiˈɛɔs] ΕΠΊΘ (γρήγορος)

Παραδειγματικές φράσεις με αστραπιαίος

αστραπιαίος πόλεμος
Blitzkrieg αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский