Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επίσκεψη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επίσκεψ|η <-εις> [ɛˈpiscɛpsi] SUBST θηλ

2. επίσκεψη (αξιοθέατος):

επίσκεψη
Besichtigung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский