Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αστράγγιστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αστράγγιστ|ος <-η, -ο> [aˈstraɲɟistɔs] ΕΠΊΘ

1. αστράγγιστος (που δε στραγγίστηκε):

αστράγγιστος

2. αστράγγιστος (που πρέπει να μείνει κι άλλο μες στο στραγγιστήρι):

αστράγγιστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский