Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασκηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άσκησ|η <-εις> [ˈascisi] SUBST θηλ

3. άσκηση (καθήκοντος):

Erfüllung θηλ

4. άσκηση ΣΤΡΑΤ:

Manöver ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский