άσκησ|η <-εις> [ˈascisi] SUBST θηλ
1. άσκηση (σωματική ή πνευματική εκγύμναση, μάθημα):
-
Übung θηλ
-
Gymnastikübung θηλ
-
Dehnungsübung θηλ
-
Mathematikübung θηλ
-
Augenübung θηλ
-
Übungsheft ουδ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.