Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εργαστηριακή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εργαστηριακή έρευνα
εργαστηριακή παραγωγή
εργαστηριακή ιατρική
Labormedizin θηλ
εργαστηριακή διάγνωση
Labordiagnose θηλ
εργαστηριακή δοκιμασία (επιστημονική)
Laborversuch αρσ
εργαστηριακή άσκηση
Laborübung θηλ
εργαστηριακή ιατρική
Labormedizin θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский