Ελληνικά » Γερμανικά

ασκητ|εύω <-εψα> [asciˈtɛvɔ] VERB αμετάβ (ζω ως ασκητής)

ασκητής (ασκήτρια) [asciˈtis, asˈcitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ασκητής (ασκήτρια)
Asket(in) αρσ (θηλ)

ασκητικ|ός <-ή, -ό> [ascitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

κατακτητής [kataktiˈtis], καταχτητής [kataxtiˈtis] SUBST αρσ, κατακτήτρια [katakˈtitria] SUBST θηλ

σκηνοθέτης [scinɔˈθɛtis] SUBST αρσ, σκηνοθέτρια [scinɔˈθɛtria], σκηνοθέτιδα [scinɔˈθɛtiða], σκηνοθέτισσα [scinɔˈθɛtisa] SUBST θηλ

Regisseur(in) αρσ (θηλ)

ασκητισμός [ascitizˈmɔs] SUBST αρσ

ασχημίζω [asçiˈmizɔ], ασκημίζω [asciˈmizɔ]

ασχημίζω s. ασχημαίνω

Βλέπε και: ασχημαίνω

I . ασχημ|αίνω [asçiˈmɛnɔ], ασκημ|αίνω [asciˈmɛnɔ] <-υνα> VERB μεταβ (κάνω άσχημο)

II . ασχημ|αίνω [asçiˈmɛnɔ], ασκημ|αίνω [asciˈmɛnɔ] <-υνα> VERB αμετάβ

1. ασχημαίνω (γίνομαι από ωραίος άσχημος):

2. ασχημαίνω (γίνομαι από άσχημος ασχημότερος):

ανανδρία [ananˈðria], αναντρία [ananˈdria] SUBST θηλ

δεκατρία [ðɛkaˈtria] NUM αμετάβλ

δράστης [ˈðrastis] SUBST αρσ, δράστιδα [ˈðrastiða], δράστρια [ˈðrastria] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский