Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασκίαστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασκίαστ|ος <-η, -ο> [aˈsciastɔs] ΕΠΊΘ

1. ασκίαστος (χωρίς σκιά):

ασκίαστος

2. ασκίαστος μτφ (ευτυχία):

ασκίαστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский