Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άσκοπος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άσκοπ|ος <-η, -ο> [ˈaskɔpɔs] ΕΠΊΘ

1. άσκοπος (χωρίς σκοπό: περιπλανήσεις):

άσκοπος

2. άσκοπος (ανώφελος):

άσκοπος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский