Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασήκωτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασήκωτ|ος <-η, -ο> [aˈsikɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. ασήκωτος (πολύ βαρύς):

2. ασήκωτος μτφ (ανυπόφορος):

ασήκωτος

3. ασήκωτος (τραπέζι μετά το φαγητό):

ασήκωτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский