Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασημείωτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασημείωτ|ος <-η, -ο> [asiˈmiɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. ασημείωτος (ασημάδευτος):

ασημείωτος

2. ασημείωτος (που δεν έχει καταχωριστεί):

ασημείωτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский