Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρνιέμαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αρν|ιέμαι [arˈɲɛmɛ], αρν|ούμαι [arˈnumɛ] <-ήθηκα> VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. αρνιέμαι (παραλαβή, βοήθεια, συμμετοχή):

αρνιέμαι

2. αρνιέμαι (κατηγορία, ενοχή):

αρνιέμαι

3. αρνιέμαι (πρόταση, προσφορά, πρόσκληση, ευθύνη):

αρνιέμαι

4. αρνιέμαι (απαρνιέμαι):

αρνιέμαι

II . αρν|ιέμαι [arˈɲɛmɛ], αρν|ούμαι [arˈnumɛ] <-ήθηκα> VERB αυτοπ ρήμα

αρνιέμαι να κάνω κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με αρνιέμαι

αρνιέμαι να κάνω κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский