Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρματώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αρματώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [armaˈtɔnɔ] VERB μεταβ

2. αρματώνω (εφοδιάζω με τα αναγκαία):

αρματώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский