Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρμέγω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αρμέ|γω <-ξα, -στηκα, -γμένος> [arˈmɛɣɔ] VERB μεταβ

αρμέγω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский