Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρμάτωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αρμάτωμα [arˈmatɔma] SUBST ουδ

1. αρμάτωμα (εξοπλισμός):

αρμάτωμα
Bewaffnung θηλ

2. αρμάτωμα (εφοδιασμός με τα αναγκαία):

αρμάτωμα
Ausrüstung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский