Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απόσπασμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απόσπασμα [aˈpɔspazma] SUBST ουδ

1. απόσπασμα (βιβλίου, ταινίας):

απόσπασμα
Ausschnitt αρσ
απόσπασμα λογαριασμού
Kontoauszug αρσ

2. απόσπασμα ΣΤΡΑΤ:

απόσπασμα
Abteilung θηλ
απόσπασμα
Kommando ουδ
ειδικό απόσπασμα
εκτελεστικό απόσπασμα

Παραδειγματικές φράσεις με απόσπασμα

απόσπασμα λογαριασμού
ειδικό απόσπασμα
εκτελεστικό απόσπασμα
απόσπασμα ουδ ποινικού μητρώου
απόσπασμα ουδ από το εμπορικό μητρώο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский