Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποσοβώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποσοβ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [apɔsɔˈvɔ] VERB μεταβ (κίνδυνο, καταστροφή, δυστύχημα)

αποσοβώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский