Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απόσπαση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απόσπασ|η <-εις> [aˈpɔspasi] SUBST θηλ

1. απόσπαση (αποκοπή, αποχωρισμός):

απόσπαση
Abtrennung θηλ

2. απόσπαση (υπαλλήλου: στην ίδια επιχείρηση):

απόσπαση

3. απόσπαση (υπαλλήλου: από άλλη επιχείρηση):

απόσπαση
Abwerbung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με απόσπαση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский