Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απόδραση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απόδρασ|η <-εις> [aˈpɔðrasi] SUBST θηλ

2. απόδραση μτφ (ταξιδάκι, εκδρομή):

απόδραση
Kurztrip αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский